κακομυθία

κακομυθία
κακομυθία, ἡ (Α)
κακολογία, ψευδολογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* + -μυθία (< μῡθος), πρβλ. ισχνο-μυθία, σεμνο-μυθία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ανατόλιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο στρατηλάτης. Δεν είναι γνωστό πού, πότε και πώς έζησε. Αναφέρεται μόνο ότι μαρτύρησε με ξίφος. Η μνήμη τουτιμάται στις 23 Απριλίου. 2. Ο μάρτυς. Είναι άγνωστο από πού καταγόταν και πότε μαρτύρησε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”